συγκοσμώ

συγκοσμώ
-έω, Α
1. διευθετώ, τακτοποιώ
2. αποδίδω τιμές σε κάποιον
3. τιμώ κάποιον και εγώ μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κοσμῶ (< κόσμος «τάξη, αρμονία, στολισμός»), πρβλ. διακοσμῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκόσμησις — ήσεως, ἡ, Α [συγκοσμῶ] τέλειος στολισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”